μπατζάκι

μπατζάκι
το
-ιού (λ. τουρκ.)
1. το καθένα από τα σκέλη του παντελονιού: Μάζεψε τα μπατζάκια γιατί του ήταν μακρύ το παντελόνι.
2. φρ., «φωτιά στα μπατζάκια μας», ανησυχία για δυσάρεστη εξέλιξη που μπορεί να προκύψει σε μια κατάσταση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπατζάκι — το 1. σκέλος τού πανταλονιού, ποδωνάρι 2. το κάτω άκρο τού παντελονιού, το ρεβέρ 2. στον πληθ. τα μπατζάκια τα πόδια 3. φρ. α) «τρομάρα στα μπατζάκια σου» λέγεται ως σκώμμα για έναν αδέξιο ή ανάξιο να κάνει κάτι β) «φωτιά στα μπατζάκια μας»… …   Dictionary of Greek

  • βρακοπόδαρο — και βρακοπόδι, το το σκέλος της περισκελίδας, το μπατζάκι του παντελονιού …   Dictionary of Greek

  • βρακοπόδι — το το καθένα από τα δύο σκέλη του βρακιού, το καλαμοθράκι, το μπατζάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”